φθισιογόνος

φθισιογόνος
-α, -ο, Ν
ιατρ. αυτός που μπορεί να προκαλέσει την εμφάνιση φυματίωσης («φθισιογόνοι παράγοντες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phtisiogene < phtisio- (< φθίση/-ις) + -gene (< γένος), το οποίο στον ελλ. τ. αποδόθηκε με το -γόνος (< γόνος). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”